σινδόνια

σινδόνια
σινδόνιον
curtain
neut nom/voc/acc pl
σινδόνιος
of
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σινδονιάσας — σινδονιά̱σᾱς , σινδονιάζω wrap in muslin fut part act fem acc pl (doric) σινδονιά̱σᾱς , σινδονιάζω wrap in muslin fut part act fem gen sg (doric) σινδονιάσᾱς , σινδονιάζω wrap in muslin aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεντόνι — το / σινδόνιον, ΝΜΑ, και σιντόνι Ν, και σινδώνιον Α νεοελλ. 1. λεπτό, λευκό ή χρωματιστό ύφασμα μεγάλων διαστάσεων που τοποθετείται πάνω στο στρώμα και κάτω από το κλινοσκέπασμα 2. μτφ. α) μακροσκελές και ανιαρό άρθρο, σχόλιο ή άλλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”